- αμφιμασχάλια
- τατα κορδόνια που κρεμιούνται από τους ώμους και κάτω από τη μασχάλη στις στολές στρατιωτικών ως διακριτικά ειδικής υπηρεσίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμφιμάσχαλος. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον Στρατιωτικό Κανονισμό τής Πανεπιστημιακής φάλαγγας (1876) για να αποδώσει το γαλλ. aiguillettes].
Dictionary of Greek. 2013.